κατονειδίζω

κατονειδίζω
κατονειδίζω (ΑΜ)
1. κατηγορώ κάποιον
2. εμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω
μσν.
μαλώνω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀνειδίζω «ντροπιάζω, κατηγορώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατονειδίζει — κατονειδίζω pres ind mp 2nd sg κατονειδίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδίζοντα — κατονειδίζω pres part act neut nom/voc/acc pl κατονειδίζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδίζουσι — κατονειδίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατονειδίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδισθείς — κατονειδίζω aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδίζειν — κατονειδίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδίζεσθαι — κατονειδίζω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδίζεται — κατονειδίζω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδίζοιντο — κατονειδίζω pres opt mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδίζοντας — κατονειδίζω pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονειδίζοντες — κατονειδίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”